παρεπιφέρω
English (LSJ)
employ upon, τι πρός τι Peripl.M.Rubr.57 (sed leg. παρεπίφορον, a suitable wind).
German (Pape)
[Seite 517] (s. φέρω), daneben hintragen, auf die Seite tragen, Arr. Peripl. p. 33.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιφέρω: ἐπιχέω προσέτι, τι εἴς τι Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245.
Greek Monolingual
Α επιφέρω
μεταχειρίζομαι κάτι για έναν σκοπό.