παρετέον

English (LSJ)

(παρίημι)
A one must let pass, neglect, Pl.Lg.796a, Aen. Tact.19, Hierocl.p.48 A.
IIone must leave, ταῦτα π. τοῖς μετεωροθήραις σκοπεῖν Ph.1.674.

Greek (Liddell-Scott)

παρετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παρίημι, «σιωπητέον, παραλειπτέον» (Σουΐδ. καὶ Φώτ.), ταῦτ’ εἰς πάντα ὄντα χρήσιμα οὐ παρετέον, οὐ παραμελητέον, Πλάτ. Νόμ. 796Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐπιτρέψῃ, τινὶ σκοπεῖν τι Φίλων 1. 674.

German (Pape)

Adj. verb. zu παρίημι.

Russian (Dvoretsky)

παρετέον: adj. verb. к παρίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρετέον, adj. verb. van παρίημι, te verwaarlozen.