παραλειπτέον

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλειπτέον Medium diacritics: παραλειπτέον Low diacritics: παραλειπτέον Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: paraleiptéon Transliteration B: paraleipteon Transliteration C: paraleipteon Beta Code: paraleipte/on

English (LSJ)

one must pass over, οὐ π. ὡς… X.Ages.8.3; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.

Russian (Dvoretsky)

παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.

Greek (Liddell-Scott)

παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.

Greek Monotonic

παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.