παρηίς

Greek (Liddell-Scott)

πᾰρηίς: -ίδος, ἡ, μεταγενέστ. τύπος τοῦ παρήιον, Αἰσχύλ. Χο. 24, Εὐρ. Ἑκ. 410· λευκὴν... παρηίδα Ἠλ. 1023· πληθ. (ἴδε ἐν λέξ. παρειά), διὰ παρηίδων Αἰσχύλ. Θήβ. 534· ― ὡσαύτως συνῃρ. παρῇς, -ῇδος, Εὐρ. Ι. Α. 187, Ἀνθ. Π. 9. 745· πληθ. παρῇδες Εὐρ. Ι. Α. 681· δοτ. παρῇσι Φρύνιχ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 564F.

Middle Liddell

πᾰρηίς, ίδος, ἡ, later form of πᾰρήιον, Aesch., Eur.]