παρηγορητικός

English (LSJ)

παρηγορητική, παρηγορητικόν, = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.

German (Pape)

[Seite 520] ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορητικός: ἴδε ἐν λ. παρηγορικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρηγορητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρηγορώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός
αρχ.
1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.)
2. παρηγορικός, ενθαρρυντικός.