παρηγορώ Search Google

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

-έω / παρηγορῶ, -έω, ΝΜΑ παρήγορος
προσφέρω σε κάποιον παρηγοριά, συντελώ στην ανακούφιση κάποιου από τον ψυχικό πόνο του και του ενσταλάζω ελπίδα και αισιοδοξία («όλες οι μάννες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται», δημ. τραγούδι)
αρχ.
1. προτρέπω, ενθαρρύνω
2. συμβουλεύω, παραινώ
3. μεταστρέφω, κάνω κάποιον ν' αλλάξει γνώμη
4. μετριάζω, κατευνάζω («παρηγορεῖν τὰ πάθη», Πλούτ.)
5. (για γιατρούς ή για φάρμακα) καταπραΰνω ερεθισμό μέλους του σώματος
6. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρηγοροῦντα
τα καθησυχαστικά μέσα.