παρηχούμαι

Greek Monolingual

-έομαι, ΜΑ ηχώ
μοιάζω ως προς τον ήχο με κάτι
μσν.
φρ. «παρηχοῦμαι ἔκ τινος» — παράγομαι από μία λέξη με παρήχηση
αρχ.
(η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) παρηχημένος
παράφωνος, παράτονος.