παράτονος
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
παράτονον,
A stretched beside, π. χέρες hands hanging down by the side, E.Alc.399 (lyr.).
II ill-sounding, διάλεκτος Hsch. s.v. βαρβαρισμός.
III ill-strung, of a bow, παράτονόν σοι ἐγένετο Ps.-Callisth. 1.31.
German (Pape)
[Seite 503] daneben od. an der Seite ausgestreckt, χέρες, Eur. Alc. 400.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
relâché, défaillant.
Étymologie: παρατείνω.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράτονος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό
2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος
3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος
ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό του επιστηλίου και καταλήγει στην πλευρά του σκάφους για να κρατάει το επιστήλιο σε ευθύγραμμη προέκταση της στήλης, δηλ. του κυρίως ιστού, κν. παταράτσο ή παρατάτσο
μσν.
κακόηχος («παράτονος διάλεκτος», Ησύχ.)
αρχ.
1. τεντωμένος παραπλεύρως
2. αυτός που εκτείνεται, που τεντώνεται πλάγια ή κοντά σε κάποιον («ἴδε βλέφαρον καὶ παρατόνους χέρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατείνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «σχοινί για στήριξη τών επιστηλίων» μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Greek Monotonic
παράτονος: -ον, (παρατείνω), τεντωμένος δίπλα από, αυτός που κρέμεται στα πλάγια, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράτονος -ον [παρατείνω] (uitgestrekt langs het lichaam) neerhangend.
Russian (Dvoretsky)
παράτονος: (бессильно) повисший (χέρες Eur.).
Middle Liddell
παράτονος, ον, παρατείνω
stretched beside, hanging down by the side, Eur.
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk