παράτονος

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτονος Medium diacritics: παράτονος Low diacritics: παράτονος Capitals: ΠΑΡΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: parátonos Transliteration B: paratonos Transliteration C: paratonos Beta Code: para/tonos

English (LSJ)

παράτονον,
A stretched beside, π. χέρες hands hanging down by the side, E.Alc.399 (lyr.).
II ill-sounding, διάλεκτος Hsch. s.v. βαρβαρισμός.
III ill-strung, of a bow, παράτονόν σοι ἐγένετο Ps.-Callisth. 1.31.

German (Pape)

[Seite 503] daneben od. an der Seite ausgestreckt, χέρες, Eur. Alc. 400.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
relâché, défaillant.
Étymologie: παρατείνω.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράτονος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό
2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος
3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος
ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό του επιστηλίου και καταλήγει στην πλευρά του σκάφους για να κρατάει το επιστήλιο σε ευθύγραμμη προέκταση της στήλης, δηλ. του κυρίως ιστού, κν. παταράτσο ή παρατάτσο
μσν.
κακόηχοςπαράτονος διάλεκτος», Ησύχ.)
αρχ.
1. τεντωμένος παραπλεύρως
2. αυτός που εκτείνεται, που τεντώνεται πλάγια ή κοντά σε κάποιον («ἴδε βλέφαρον καὶ παρατόνους χέρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατείνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «σχοινί για στήριξη τών επιστηλίων» μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Greek Monotonic

παράτονος: -ον, (παρατείνω), τεντωμένος δίπλα από, αυτός που κρέμεται στα πλάγια, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράτονος -ον [παρατείνω] (uitgestrekt langs het lichaam) neerhangend.

Russian (Dvoretsky)

παράτονος: (бессильно) повисший (χέρες Eur.).

Middle Liddell

παράτονος, ον, παρατείνω
stretched beside, hanging down by the side, Eur.

Translations

cacophonous

Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk