παρθένειος

English (LSJ)

poet. also παρθενήϊος, ον, of or belonging to a maiden, π. γλέφαρα Pi.N.8.2; αἰὼν π. the maiden's life, A.Ag.229 (lyr.); π. λέχος E.Tr.676; later in Prose, π. τέκνα PRyl.435.2 (ii A. D.); π. ᾄσματα St.Byz. s.v. Ἐρυσίχη.

German (Pape)

[Seite 521] jungfräulich; αἰών, Aesch. Ag. 229; λέχος, ἡδονή, Eur. Troad. 671 Hipp. 1302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de jeune fille.
Étymologie: παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένειος -ον, Dor. παρθενήϊος [παρθένος] van een jonge vrouw; subst. τὰ παρθένεια liederen van een meisjeskoor.

Russian (Dvoretsky)

παρθένειος: дор. παρθενήϊος 2 девичий (γλέφαρα Pind.; αἰών Aesch.; ἡδονή Eur.).

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. παρθενήϊος, -ον, Α παρθένος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια
α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές παρθένους, σε ορισμένες εορτές, ιδίως του Απόλλωνος
β) εορτή προς τιμή της Παρθένου Αρτέμιδος στη Χερσόνησο της Ταυρίδας.

Greek Monotonic

παρθένειος: Ιων. και ποιητ. -ήϊος, -ον, παρθενικός, κοριτσίστικος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένειος: Ἰων. καὶ ποιητ. -ήϊος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς παρθένον, π. γλέφαρα Πινδ. Ν. 8. 3˙ αἰὼν π., ὁ βίος τῆς παρθένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 229˙ π. λέχος Εὐρ. Τρῳ. 671, κτλ.˙ - πρβλ. παρθένιος.

Middle Liddell

παρθένειος, Ionic ανδ ποετ. -ήιος, ον,
of or belonging to a maiden, Pind., Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

of a girl