η, ΝΜη φθορά της παρθενίας, διακόρευση παρθένουμσν.(στο Βυζάντιο) φόρος τον οποίο κατέβαλλαν οι νυμφευόμενοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -φθορία (< -φθόρος < φθείρω)].