διακόρευση
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
η (Α διακόρευσις και διακόρησις) διακορεύω
η ρήξη του παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα.