διακόρευση
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
η (Α διακόρευσις και διακόρησις) διακορεύω
η ρήξη του παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα.