παροινώ
Greek Monolingual
-έω ΜΑ πάροινος
φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾶς», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς σέ», ΠΔ)
2. κακολογώ, βλασφημώ, περιφρονώ («εἰς τοὺς τετελευτηκότας παροινεῖν», Στοβ.)
3. φέρομαι σαν μεθυσμένος, κάνω σαν μεθυσμένος
4. ζω έκλυτο, παραλυμένο, ακόλαστο βίο («ἐκβακχεύονται καὶ παροινοῦσι», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) στενοχωρώ τους συμπότες μου, κακομεταχειρίζομαι κάποιον κατά την οινοποσία, φέρομαι με απρέπεια και βιαιότητα κατά την οινοποσία
6. κακοποιώ κάποιον («λησταί παροινήσαντες ἡμᾶς», πάπ.).