απρέπεια

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπρέπεια)
έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας
νεοελλ.
κακή, απρεπής ενέργεια
αρχ.
ασχήμια.