κακοποιώ

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

(AM κακοποιῶ, κακοποιέω) κακοποιός
(μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῖν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω
2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» — ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια
νεοελλ.-μσν.
προκαλώ σωματική βλάβη, κακομεταχειρίζομαι
αρχ.
1. διευθύνω κακώς τις υποθέσεις κάποιου («τῆς δὲ γυναικός, εἰ μὲν διδασκομένη ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς τἀγαθὰ κακοποιεῖ», Ξεν.)
2. καταστρέφω («κακοποιεῖν τὰς νῆας», Πολ.).