παρόξυνση

Greek Monolingual

η
η ενέργεια του παροξύνω, η εξερέθιση, η παρόρμηση, η παρόργιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παροξύνω. Η λ., στον λόγιο τ. παρόξυνσις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].