πασιφίλητος

English (LSJ)

[φῐ], ον, loved by all, IG5(2).254 (Tegea).

Greek Monolingual

-ον, Α
αγαπητός σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + φιλῶ «αγαπώ»].