παστρεύω

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω
2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ-εύω (με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού σ-) < σπαρτ-εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα < γάστρα].