ΝΜ και πασκίζω, Ν
καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώ («πασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. του πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα > χασκίζω)].