μοχθώ
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Greek Monolingual
(I)
και μοχτώ, -άω (ΑΜ μοχθῶ, -έω) μόχθος
1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ.
β. «μοχθεῖν δὲ βροτοῖσιν ανάγκη», Ευρ.)
2. καταπονούμαι, καταβάλλομαι από τον κόπο, κακοπαθώ, ταλαιπωρούμαι.
(II)
μοχθῶ, -όω (Α) μόχθος
εξαντλώ την υπομονή κάποιου, καταπονώ, κουράζω.