Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πατάρι
Greek Monolingual
το 1.σανίδωμα σε σχήμα εξέδρας στο εσωτερικό καταστήματος ή σπιτιού 2. ημιόροφος σε αρκετό ύψος από το έδαφος 3. η κάτωμυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<πατ-άριον, υποκορ. του πάτος (Ι)].