πατερία

English (LSJ)

ἡ, office of πατὴρ πόλεως, Cod.Just. 10.56(55).1.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
το αξίωμα ή η υπηρεσία του πατρός πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πατέρα του πατήρ + κατάλ. -ία].