πατρομάχος: ὁ, ὁ κατὰ τοῦ πατρὸς μαχόμενος, ἐχθρὸς αὐτοῦ, Πράξ. Συνόδ. τ. 3. 1196, 22.
ὁ, Ααυτός που μάχεται κατά του πατέρα του, ο εχθρός του πατέρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ανδρομάχος].