πατροτυψία
English (LSJ)
ἡ, beating of one's father, S.E.M. 2.46.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, das Schlagen des Vaters, Sext. Emp. adv. rhett. 46.
Russian (Dvoretsky)
πατροτυψία: ἡ нанесение побоев отцу Sext.
Greek (Liddell-Scott)
πατροτυψία: ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατροτύπτης
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.