πατρόπαππος

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που προέρχεται από πατέρα και παππού («πατρόπαππος ἀρχή», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πάππος.