παχουλός

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. -ουλός (πρβλ. βαθουλός)].