παχυντικός
English (LSJ)
παχυντική, παχυντικόν, having the power of thickening, c. gen., Dsc.5.71; fattening, Ath.Med. ap.Orib.inc.23.27; τροφαί Sor.1.21.
German (Pape)
[Seite 539] zum Dick- od. Feistmachen gehörig, geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχυντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν μετὰ γεν., Διοσκ. 5. 81.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ παχύνω
αυτός που μπορεί να αυξήσει το πάχος, που συντελεί στην πάχυνση
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να γίνεται παχύς.