παχυσαρκία

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. η ιδιότητα του παχυσάρκου
2. ιατρ. κάθε αύξηση του βάρους του σώματος που υπερβαίνει κατά 15% περίπου το θεωρητικό βάρος, λόγω αυξήσεως τών αποθεμάτων λίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύσαρκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].