παχύρρευστος
Greek Monolingual
-η, -ο
(για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό-ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].
-η, -ο
(για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό-ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].