πυκνόρρευστος

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, μεγάλο ιξώδες, παχύρρευστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ρευστός (< ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Παπαβασιλόπουλο].