παχύφρων
English (LSJ)
παχύφρον, gen. ονος, = παχύνοος (thick-witted), Tz.H.5.716, Hsch. s.v. Βοῦθος περιφοιτᾷ.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ων ; gén. ονος;
qui a l'esprit épais, lourd.
Étymologie: παχύς, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύφρων: 2, gen. ονος тупоумный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύφρων: -ον, γεν. ονος, = παχύνοος, Τζέτζ. Ἱστ. 5, 716, Ἡσύχ. ἐν λ. Βοῦθος περιφοιτᾷ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
παχύνους, ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].