πεδαμείβω
English (LSJ)
Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πεδαμείβω: эол. = μεταμείβω.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·
English (Slater)
πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.) exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
Greek Monolingual
Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω.
Greek Monotonic
πεδᾰμείβω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αμείβω.