αμείβω

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

ἀμείβω)
1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία
2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω
αρχ.
Ι ενεργ.
1. δίνω ως αντάλλαγμα
2. παίρνω ως αντάλλαγμα
3. (για τόπο) περνώ, διασχίζω, διέρχομαι
4. εξέρχομαι από κάπου, εγκαταλείπω, αφήνω, προσπερνώ
5. εισέρχομαι κάπου, μεταβαίνω
6. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω
7. κάνω κάποιον να αλλάξει
8. παραλαμβάνω κάτι από κάποιον και το δίνω σε κάποιον άλλο, διαβιβάζω
9. διαδέχομαι, ακολουθώ
10. (επίρρ. φρ.) «ἐν ἀμείβοντι», εναλλάξ, αμοιβαία
(μέσο)
1. κάνω κάτι εκ περιτροπής, εναλλάξ, διαδοχικά με κάποιον άλλον, διαδέχομαι
2. απαντώ, αποκρίνομαι
3. δίνω συμβουλή σε απάντηση
4. ανταμείβω, ανταποδίδω (καλό αντί καλού, κακό αντί κακού, κακό αντί καλού)
5. παίρνω ως αντάλλαγμα ή με ανταλλαγή
6. (όπως το ενεργ.) αλλάζω τόπο, εξέρχομαι, εισέρχομαι ή διέρχομαι από κάπου
7. ανταλλάσσω
8. υπερτερώ, υπερέχω
9. προπέμπω, συνοδεύω
10. (μετοχή ως ουσ.) οἱ ἀμείβοντες
τα δοκάρια που ενώνονται σε σχήμα Λ και βαστάζουν τη στέγη, τα ψαλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με ΙΕ ρίζα mei- «μεταναστεύω, περιφέρομαι, οδοιπορώ», της οποίας παρεκτεταμένη μορφή είναι η ρίζα meigw- «αλλάζω, μεταβάλλω» — πρβλ. και αρχ. ινδ. ni-mayate, λατ. mu-nus «(ανταλλασσόμενο) δώρο» migro (< migros «αυτός που αλλάζει τόπο»). Το - της Ελληνικής είναι προθεματικό.
ΠΑΡ. ἀμοιβή
αρχ.
ἀμοιβός
αρχ.-μσν.
ἀμειπτικός
μσν.
ἀμειβώ.
ΣΥΝΘ. διαμείβω, εἰσαμείβω, ἐξαμείβω, ἐπαμείβω, παραμείβω κ.λπ.].