πεδιόθεν

German (Pape)

[Seite 541] von der Ebene.

Greek Monolingual

Α
(τοπ. επίρρ.) από την πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].