πεζολέκτης
English (LSJ)
πεζολέκτου, ὁ, prose-writer, Id.569.7.
German (Pape)
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρολέκτης.
πεζολέκτου, ὁ, prose-writer, Id.569.7.
ὁ, Μ
αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρολέκτης.