πεζολέκτης

English (LSJ)

πεζολέκτου, ὁ, prose-writer, Id.569.7.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, = πεζολόγος, Eust. 432, 10.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρολέκτης.