πεισιχάλινος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, obeying the rein, ἅρματα Pi.P.2.11.

German (Pape)

[Seite 547] dem Zügel gehorchend, Pind. P. 2, 11, ἅρματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit au frein.
Étymologie: πείθω, χαλινός.

Russian (Dvoretsky)

πεισῐχάλῑνος: (ᾰ) повинующийся узде (ἅρμα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πεισῐχάλῐνος: -ον, ὁ πειθόμενος, ὑπακούων εἰς τὸν χαλινόν, ἅρμα Πινδ. Π. 2. 21.

English (Slater)

πεισιχᾰλῑνος obeying the bit ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα (P. 2.11)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός.

Greek Monotonic

πεισῐχάλῑνος: -ον, αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πεισῐ-χάλῑνος, ον,
obeying the rein, Pind.