χαλινός
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
(Aeol. χάλιννος prob. in Et.Gud.561.5), ὁ, heterocl. pl.
A χαλινά A.R.4.1607, Opp.H.1.191, Plu.2.613c, Sor.1.100, etc.:—bit, once in Hom., ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il.19.393; χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις E.Alc.492; χ. ἐξαιρεῖται X.Eq.3.2; of the horse, χαλινὸν οὐκ ἐπίσταται φέρειν (metaph. of Cassandra) A.Ag.1066; χαλινὸν δέχεσθαι, χαλινὸν λαμβάνειν, X.Eq.3.2, 6.10; λαβεῖν, ἔχειν, Arist.Rh.1393b16, 21; τὸν χαλινὸν ἐνδακεῖν champ the bit, Pl.Phdr.254d; of the rider, δοτέον τὸν χαλινόν one must give a horse the rein, X.Eq.10.12; ὀπίσω σπάσαι, ξυνέχειν ἀνάγκῃ, Pl.Phdr.254e, Luc.DDeor.25.1; [χ.] εἰς ἄκρον τὸ στόμα καθιέμενος X.Eq.6.9.—Expld. of the bit, opp. reins (ἡνίαι), by Poll.1.148; so ἡνίας τε.. καὶ χ. Pl.R. 601c; χαλινὸν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Id.Prm.127a; κατὰ [τὸν κυνόδοντα] ἐμβάλλεται ὁ χ. Arist.HA576b18, cf. A.Th.123 (lyr.), S.OC1067 (lyr.); but distinguished from στόμιον by Hdt.1.215, cf. A.Th.207 (lyr.), X.Eq.6.9, 10.9, etc.; and may be used generally for bit and bridle, Hdt.3.118, 4.64, IG12.374.176, PCair.Zen.659.11 (iii B. C.).
2 metaph., of anything which curbs, restrains, or compels, Ἀργοῦς χαλινόν, of an anchor, Pi.P.4.25; χ. λινόδετοι = χαλινωτήρια, E.IT1043; παρθενίας χ. λύειν, of the virgin zone, Pi.I.8(7).48; χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν, of Prometheus' bonds, A.Pr.562 (anap.); Διὸς χαλινός, of the will of Zeus, ib.672; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει, of forcible constraint, Id.Ag.238 (lyr.); πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ' ἅμα, i.e. it requires much skill and force to guide, S.Fr.869; τῷ δήμῳ χ. ἐμβαλεῖν ὕβρεως a bridle to curb their violence, Plu.Comp.Per.Fab.1, cf. Luc.Herm.82; τῆς γλώττης τὰ χ. Plu.2.613c; ἐπέστω τῷ στόματι χ. Lib.Ep.315.4; χ. οὐδεὶς ὀμμάτων Philostr. VA6.11.
II generally, strap, thong, E.Cyc.461 (dual).
III part of the tackle of a ship, IG22.1610.11,14.
IV corner of the horse's mouth, where the bit rests, Poll.2.90 (pl.); of the human mouth, Nic.Al.117,223, PUniv.Giss.44.7, (ii/i B. C.), Heliod. ap.Orib 48.31.4, Sor.1.100, PSI9.1016.25 (ii B. C.), Aret.SA1.9, Cael.Aur.TP1.4, Aët.8.27; but, = ἡ σύνδεσις τῶν γνάθων, Ruf.Onom. 53, cf. Aët.8.40.
2 fangs of serpents, from their shape and position in the mouth, Nic.Th.234.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
plur. οἱ χαλινοί ou postér. τὰ χαλινά;
1 frein, mors ; p. anal. frein d'un navire, càd câble, amarre;
2 lien en gén.
Étymologie: cf. skr. khalinas « frein, bride ».
German (Pape)
[ῑ], ὁ, bei sp.D., wie Ap.Rh. 4.1607 auch mit dem heterogenen plur. τὰ χαλινά (χαλάω, was man nachläßt),
1 der Zaum od. Zügel, bes. das Gebiß daran (vgl. ἡνία); Hom. nur im plur., ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il. 19.393; so auch Aesch. Spt. 116, 375, Pers. 192; Eur. Cycl. 460, I.A. 151 und öfter; Her. 1.215, 4.64 und sonst. Im sing. bei Soph. O.C. 1069, Ant. 473 und oft; Her. 3.118; übertragen, χαλινὸν δ' οὐκ ἐπίσταται φέρειν Aesch. Ag. 1036; χαλινὸν ἐμβάλλειν γνάθοις, Eur. Alc. 495; und in Prosa, ἐνδακὼν τὸν χαλινόν Plat. Phaedr. 254d, und öfter; χαλινὸς παρθενίας Pind. I. 7.45 und sonst, Gürtel; Ἀργοῦς χαλινός, vom Anker, P. 4.25; Διὸς χαλινός Aesch. Prom. 675, Zeus' zwingende Gewalt; überh. Alles, was zurückhält, hemmt, bändigt, Band, Fessel, χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον ib. 561; χαλινόν τινα ἐμβέβληκεν αὐτῷ ἡ φιλοσοφία Luc. Herm. 82. – Im Takelwerk der Schiffe die Hißtaue an der Rahe, s. Böckh Att. Seew. p. 157.
2 der Mundwinkel, die äußersten Enden der Lippen, eigtl. bei Pferden, denen das Gebiß in diesen Winkel gelegt wird; bei Ärzten auch von Menschen.
3 die Giftzähne der Schlangen, weil sie an den Mundenden sitzen, Nic. Th. 233.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλῑνός: ὁ тж. pl.
1 узда, уздечка: χαλινὸν ἐμβάλλειν Eur. и βάλλειν NT надевать узду, взнуздывать; χαλινὸν διδόναι Xen. ослаблять узду, давать повод (коню); χαλινὸν συνέχειν Plat., Luc. затягивать поводья; ναὸς χ. Pind. якорь;
2 причальный канат (χαλινοὶ λινόδετοι Eur.);
3 ремень: διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖν Eur. вращать с помощью двойного ремня сверло;
4 узы, путы: παρθενίας χ. Pind. девический пояс; τινὶ χαλινὸν ἐμβαλεῖν ὕβρεως Plut. обуздать чью-л. наглость; χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενος Aesch. томящийся в каменных оковах, т. е. прикованный к скале (Прометей).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῑνός: ὁ, ἑτερογεν. πληθ. χαλινὰ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1607, Ὀππ. Ἁλ. 1. 191, Πλούτ., κλπ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «χαλινάρι», Τουρκικ. «γκέμι», ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Ἰλ. Τ. 393 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)· χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις Εὐρ. Ἄλκ. 492· χ. ἐξαιρεῖν Ξεν. Ἱππ. 3, 2· ― περὶ τοῦ ἵππου, χ. οὐκ ἐπίσταται φέρειν (ἔνθα εἶναι ἐν χρήσει μεταφορικῶς ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1066· δέχεσθαι, λαμβάνειν Ξεν. Ἱππ. 3, 2., 6, 10· ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 5· χαλινὸν ἐνδακεῖν, Πλάτ. Φαῖδρος 254D· ― ἐπὶ τοῦ ἱππέως, τὸν χ. διδόναι, χαλᾶν, χαλαροῦν τὰς ἡνίας, Ξεν. Ἱππ. 10, 12· ὀπίσω σπᾶν, συνέχειν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25. 1· εἰς ἄκρον τὸ στόμα καθιέναι Ξεν. Ἱππ. 6, 9· πρβλ. χαλαίνω, χαλάω Ι. 4. ― Παρὰ Πολυδ. Α΄, 148· λέγεται ὅτι χαλινὸς εἶναι τὸ εἰς τὸ στόμα ἐμβαλλόμενον σιδηροῦν μέρος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἡνίας, οὕτως, ἡνίας τε... καὶ χ. Πλάτ. Πολ. 601C· κατὰ τὸν κυνόδοντα ἐμβάλλεται ὁ χ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 123, Ξεν. Οἰδ. Κολ. 1067· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδότῳ 1. 215 ῥητῶς διαστέλλεται τοῦ στομίου, πρβλ. 3. 1 18., 4. 64· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλου Θήβ. 207, Ξεν. Ἱππ. 6, 9., 10, 9, κτλ.· οὕτως αὐτόθι 6, δύναται νὰ ληφθῇ ὡς σημαῖνον τὸ ὅλον τοῦ χαλινοῦ, εἰ καὶ ἡ περιγραφὴ κυρίως ἀναφέρεται εἰς τὸ στόμιον αὐτοῦ. Τὰ διάφορα μέρη σαφῶς ἀπαριθμοῦνται, αὐτόθι 6, 7. 2) μεταφορ. λέγεται ἐπὶ παντὸς πράγματος τὸ ὁποῖον ἀναχαιτίζει, περιορίζει ἢ ἀναγκάζει, ὡς ἡ ἄγκυρα καλεῖται ναὸς χαλινός, Πινδ. Π. 4. 42· οὕτω, χαλινοὶ λινόδετοι = χαλινωτήρια, Εὐρ. Ι. Τ. 1043· παρθενίας χ. λύειν, τὴν παρθενικὴν ζώνην, Πινδ. Ι. 8 (7). 95· χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι, ἐπὶ τῶν δεσμῶν τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 561· Διὸς χ., ἐπὶ τοῦ θελήματος τοῦ Διός, αὐτόθι 672· χαλινῶν ἀναύδῳ μένει, ἐπὶ βιαίου καταναγκασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 238· πολλῶν χαλινῶν ἔργον, δηλ. ἀπαιτεῖται πολὺ δεξιότης καὶ δύναμις νὰ ὁδηγήσῃ τις, Σοφ. Ἀποσπ. 712· τῷ δήμῳ ἐμβαλὼν χ. ὕβρεως, μέσον περιορισμοῦ τῆς αὐθαδείας τοῦ δήμου, Πλουτ. Περικλ. καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκ. 1, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 82· χ. τῆς γλώσσης Πλούτ. 2. 613C· τῶν ὀμμάτων Φιλόστρ. 242. ΙΙ. καθόλου, ἱμάς, λωρίον, Εὐρ. Κύκλ. 461. ΙΙΙ. μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πλοίων, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Böckh· Seewesen σ. 157 κἑξ. IV. ἐν τῷ πληθ., αἱ γωνίαι τοῦ στόματος τοῦ ἵππου, ἐφ’ ὧν στηρίζεται ὁ χαλινός, Πολυδ. Β΄, 90· οὕτως ἐπὶ ἀνθρώπου. Νικ. Ἀλεξιφ. 117, 223, C?el. Aurel. 2) οἱ δηλητηριώδεις ὀδόντες τῶν ἰοβόλων ὄφεων, ὡς ἐκ τῆς θέσεως αὐτῶν ἐν τῷ στόματι, Νικ. Θηρ. 234. (Πρβλ. Σανσκρ. khalînas, khalinas (a bridle-bit)· ἴδε Curt. 564.)
English (Slater)
χᾰλῑνός bridle χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ (O. 13.65) met., ἄγκυραν θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν (P. 4.25) “ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) (I. 8.45)
English (Strong)
from χαλάω; a curb or head-stall (as curbing the spirit): bit, bridle.
English (Thayer)
χαλινού, ὁ (χαλάω), a bridle: Aeschylus and Pindar down.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α
1. τμήμα της ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι του αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο της παραχαλινίδας και την στομίδα χαλινού, από τα παραγναθίδια, από την κορυφαία, από το υποδέραιο, από το προμετωπίδιο, από το περιστόμιο και από τους τέσσερεις ρυτήρες, κν. σήμερα χαλινάρι ή γκέμι
2. μτφ. καθετί που περιορίζει την κίνηση ή συγκρατεί την ορμή (α. «του έβαλε χαλινό στις ορέξεις του» β. «τῷ δήμῳ χαλινὸν ἐμβαλεῖν ὕβρεως», Πλούτ.
γ. «χαλινόν τινα ἐμβέβληκεν αὐτῷ ἡ φιλοσοφία», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ανατ. επιμήκης πτυχή, συνήθως ενός βλεννογόνου, λ.χ. της γλώσσας, τών χειλέων, της ακροποσθίας και της κλειτορίδας, που εκτείνεται ανάμεσα σε δύο όργανα ή δύο τμήματα του ίδιου οργάνου και η οποία ονομάστηκε έτσι είτε λόγω της λειτουργίας που επιτελεί είτε λόγω της μορφολογίας της
2. ζωολ. γένος σπόγγων της ομοταξίας δημόσπογγοι, που απαντούν στις ευρωπαϊκές θάλασσες και στον Ινδικό Ωκεανό
3. φρ. «χαλινός του Προνύ» — είδος παλαιάς δυναμομετρικής πέδης
αρχ.
1. η στομίδα του χαλινού («τὸ ἐμβαλλόμενον τοῦ ἵππου τῷ στόματι σιδηροῦν ὄργανον», Πολυδ.)
2. ιμάντας, λουρί
3. το σχοινί με το οποίο ανύψωναν και κατέβαζαν την κεραία του πλοίου
4. στον πληθ. οἱ χαλινοί και τὰ χαλινά
α) οι γωνίες του στόματος, τα άκρα τών χειλιών του ίππου
β) τα δηλητηριώδη δόντια στο στόμα τών φιδιών
γ) λέξεις με φθόγγους δύσκολους στην προφορά, γλωσσοδέτες
5. φρ. α) «τὸν χαλινὸν διδόναι» — χαλαρώνω τα ηνία (Ξεν.)
β) «Διὸς χαλινός» — η θέληση του Διός (Αισχύλ.)
γ) «πολλῶν χαλινῶν ἔργον» — έργο που απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα (Σοφ.)
δ) «ἀπέπτυσε πάντα χαλινόν» — αποχαλινώθηκε, έχασε κάθε ντροπή, ξεκαπιστρώθηκε (Φιλόστρ.)
ε) «ναὸς χαλινός» — η άγκυρα του πλοίου (Πίνδ.)
στ) «χαλινοὶ λινόδετοι» — τα χαλινωτήρια τών πλοίων (Ευρ.)
ζ) «χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι»
(για τον Προμηθέα) σε πέτρινα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από μια μη ΙΕ γλώσσα, την οποία δανείστηκε από την Ελληνική η Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. khalīna-). Έχει διατυπωθεί όμως και η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. χεῖλος (< θ. χελ-), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χαλινός «αυτός που αναφέρεται στο σαγόνι», με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α-, που μπορεί να είναι είτε η συνεσταλμένη βαθμίδα του θ. του χεῖλος είτε διαλ. στοιχείο (πρβλ. Δελφοί: Δαλφοί). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. στη ζωολ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalinus].
Greek Monotonic
χᾰλῑνός: Αιολ. χάλιννος, ὁ,
I. 1. χαλινάρι, χαλινός, γκέμι, σε Ομήρ. Οδ.· χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις, σε Ευρ.· λέγεται για άλογα, χαλινὸν οὐκ ἐπίσταται φέρειν, σε Αισχύλ.· χαλινὸν δέχεσθαι, σε Ξεν.· χαλινὸν ἐνδακεῖν, δαγκώνω το χαλινάρι, σε Πλάτ.· λέγεται για τον αναβάτη, τὸν χαλινὸν διδόναι, χαλαρώνω τα ηνία του αλόγου, σε Ξεν.· ὀπίσω σπάσαι, σε Πλάτ.
2. μεταφ., λέγεται για κάθε πράγμα που συγκρατεί ή αναχαιτίζει, όπως για την άγκυρα, σε Πίνδ.· χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι, χρησιμοποιείται για τον Προμηθέα που ήταν δεμένος σε βράχο, σε Αισχύλ.
II. γενικά, ιμάντας, λωρίδα, σε Ευρ.
Middle Liddell
χᾰλῑνός, οῦ, ὁ,
I. a bridle, bit, Il.; χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις Eur.:—of the horse, χαλινὸν οὐκ ἐπίσταται φέρειν Aesch.; χ. δέχεσθαι Xen.; χ. ἐνδακεῖν to champ the bit, Plat.:—of the rider, τὸν χ. διδόναι to give a horse the rein, Xen.; ὀπίσω σπᾶν Plat.
2. metaph. of anything which curbs or restrains, of an anchor, Pind.; χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι, of Prometheus bound to the rock, Aesch.
II. generally, a strap or thong, Eur. Hence
Frisk Etymology German
χαλινός: {khalīnós}
Forms: äol. χάλιννος (Hamm Grammatik 36 A. 90), pl. auch -ά,
Grammar: m.,
Meaning: Zaum, Zügel, Gebiß (seit Il.), auch übertr. Schiffstaue (Pi., E. u.a.).
Composita: Kompp., z.B. χαλιναγωγός am Zügel führend, im Zaum haltend (Vett. Val.), -αγωγέω (Ep. Jac., Luk., Vett. Val. u.a.), -αγωγία (Simp. VIp), χρυσοχάλινος mit goldenen Zügeln (ion. att.).
Derivative: Davon Demin. χαλινάριον n. (sp.), -ῖτιςf. Bein. der Athena in Korinth (Paus.; weil sie für Bellerophon den Pegasos zügelte, s. Valouris Mus. Helv. 7, 19ff.), -όομαι. -όω, auch m. ἐν-, ἀπο- u.a., mit Zügeln versehen werden, zügeln (ion. att.) mit -ωσις f. das Zügeln (X.), -ωτήρια n. pl. übertr. Taue zum Vertäuen (E., Opp., Nonn.).
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Von Mastrelli Stud. itfllcl. 31, 104 (m. älterer Lit.) als "Mundstück" zu χεῖλος, χελύνη, auch zu χηλή, letzten Endes zu χάσκω gezogen, lautlich nicht ganz überzeugend. Schwyzer 491 erwägt fremden Ursprung. Aind. LW khalī̆nam, khalinaḥ Gebiß eines Zaumes. Ein altererbtes Wort für Zügel ist εὔληρα (s.d.).
Page 2,1067-1068
Chinese
原文音譯:CalinÒj 哈利挪士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:馬嚼
字義溯源:馬勒,絡頭,馭馬具,嚼環;源自(χαλάω)=放低), (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(2);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 嚼環(2) 雅3:3; 啓14:20
Mantoulidis Etymological
(=χαλινάρι, γκέμι). Ἀπό τό χαλάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
bit
Armenian: սանձ, լկամ; Old Armenian: դանդանաւանդ; Bulgarian: захапка; Catalan: mos; Chinese Mandarin: 馬銜, 马衔; Czech: udidlo; Dutch: bit; Esperanto: mordaĵo; Estonian: suurauad; Finnish: kuolain, kuolaimet; French: mors; Old French: frain; Galician: freo, bocado; German: Gebiss, Mundstück; Greek: στομίδα; Ancient Greek: χάλιννος, χαλινός; Hungarian: zabla; Ingrian: varukset; Irish: béalbhach; Italian: morso, freno; Japanese: 馬銜, 轡; Khmer: បង្ខាំ; Korean: 재갈; Kyrgyz: бөлүк, бөлүкчө, кесинди, кесек, кесим, тилке, тилим, үзүм, чагым, тешкич, көзөч бургу, ооздук, ачкычтын урчугу, мүштөк, мундштук; Latin: frenum; Latvian: laužņi, mutes dzelži; Lithuanian: žąslai; Macedonian: ѓем, џем, жвал; Maori: piti; Mongolian: амгай; Norman: mors; Norwegian Bokmål: bitt, bissel; Occitan: fren; Old Norse: beizl, beizla; Ottoman Turkish: كم; Polish: wędzidło; Portuguese: bocado, bocal, morso, freio; Romanian: frâu, zăbală; Russian: удила; Serbo-Croatian Cyrillic: жва̏ла, жва̏ле; Roman: žvȁla, žvȁle; Spanish: bocado; Swahili: charaza; Swedish: bett; Turkish: gem, oyan; Ukrainian: вудила
bridle
Albanian: gjem, fre; Amharic: ልጓም; Arabic: لِجَام, صُرْع, عِنَان; Egyptian Arabic: لجام; Armenian: սանձ; Aromanian: fãrnu, frãn; Azerbaijani: yüyən, cilov; Bashkir: йүгән; Belarusian: вуздэчка; Bengali: লাগাম; Bulgarian: юзда; Burmese: ဇက်ခွံ့; Catalan: brida; Chinese Mandarin: 轡, 辔, 轡頭, 辔头, 馬籠頭, 马笼头; Chuvash: йӗвен; Cimbrian: brittel; Czech: uzda; Dalmatian: braina; Danish: bidsel; Dutch: hoofdstel, toom; Esperanto: brido; Estonian: valjad; Faroese: boksl; Finnish: suitset, päitset; French: bride; Friulian: brene; Galician: brida, freo; Georgian: აღვირი, ლაგამი; German: Zaumzeug, Zaum; Greek: γκέμι, χαλινάρι; Ancient Greek: ἀμπυκτήρ, ἡνία, χάλιννος, χαλινός; Gujarati: લગામ; Hebrew: רֶסֶן; Hindi: लगाम; Hungarian: kantár; Icelandic: beisli; Ido: brido; Indonesian: kekang; Irish: srian; Italian: briglia; Japanese: 手綱; Kazakh: жүген; Khmer: បង្ហៀរ; Korean: 굴레, 고삐; Kurdish Central Kurdish: لْغاو; Northern Kurdish: dizgîn, liwan, lixav; Southern Kurdish: لْغاو; Kyrgyz: жүгөн; Lao: ແຄ່ມ, ໃຫຍ້; Latin: frenum, aurea; Latvian: iemaukti; Lithuanian: kamanos; Macedonian: узда; Malay: kekang; Malayalam: കടിഞ്ഞാൺ; Maltese: lġiem; Manchu: ᡥᠠᡩᠠᠯᠠ; Maori: paraire, paraehe; Mongolian Cyrillic: хазаар; Mongolian: ᠬᠠᠵᠠᠭᠠᠷ; Norman: bridot; Norwegian Bokmål: bissel, hodelag; Nynorsk: beisel, hovudlag; Old Church Slavonic Cyrillic: оузда; Old East Slavic: узда; Old English: brīdel; Ottoman Turkish: اویان; Pashto: لگام; Persian: لگام, لجام, عنان; Polish: uzda, ogłowie, tranzelka; Portuguese: brida; Punjabi: ਲਗਾਮ; Romanian: frâu, hăț; Russian: узда, уздечка; Sardinian: frenu; Scottish Gaelic: srian; Serbo-Croatian Cyrillic: узде; Roman: uzde; Slovak: uzda; Slovene: uzda; Southern Altai: ӱйген, ӱгӧн; Spanish: brida; Swahili: hatamu; Swedish: betsel; Tajik: ҷилав, лаҷом, инон; Tatar: йөгән; Telugu: కళ్లెము; Thai: ขลุม, บังเหียน; Tigrinya: ልጓም; Turkish: dizgin, yular; Turkmen: jylaw; Ukrainian: вуздечка; Urdu: لَگام; Uyghur: يۈگەن, تىزگىن; Uzbek: yugan, jugan; Vietnamese: cương ngựa, cương; Vilamovian: caum; Welsh: ffrwyn; Yakut: үүн