πεκτήρ

English (LSJ)

πεκτῆρος, ὁ, shearer, Suid.; cf. ποκτήρ.

German (Pape)

[Seite 547] ὁ, der die Wolle Abscheerende, Suid.

Greek Monolingual

και ποκτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. μυκτήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ' επίδραση του πόκος.