πελέκημα
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural,
A chips, Aët.8.3, Gp.9.11.9.
II in plural, splinters of stone or wood, POxy.498.23 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 550] τό, das mit der Art Zugehauene, oder Späne, welche beim Behauen abfallen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελέκημα: τό, «πελεκοῦδι», Ἀέτ. 8, 3, Γαλην. τ. 14, σ. 423, 1.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πελεκώ
κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι
νεοελλ.
1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ
2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ
3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα
β) εξόντωση, πετσόκομμα.