πελασγικός
Greek Monolingual
-ή, -ό / Πελασγικός, -ή, -όν, ΝΑ Πελασγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα»)
2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» — αρχαία ονομασία της πεδινής Θεσσαλίας
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό τείχος» — το παλαιότατο τείχος της Ακρόπολης τών Αθηνών, γνωστό και ως εννεάπυλο
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πελασγικός
προσωνυμία του Διός
2. Αργείος.