πελεκητρίς

English (LSJ)

-ίδος, fem. of πελεκητής, ἀξίνη π., = Lat. dolabra, Glossaria.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. θηλ. του πελεκητής
2. φρ. «ἀξίνη πελεκητρίς» — σκεπαρνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς)].