πελεκούδι

Greek Monolingual

το
1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα
2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» — θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. του πελεκούδα].