ο, θηλ. -ααυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, πεντηκοντούτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].