πενθηφορώ

Greek Monolingual

και πενθοφορώ, -έω
1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ
2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + -φορώ (< -φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη-φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη-φορώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1842 σε βασιλικό διάταγμα].