δαφνηφορώ
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
δαφνηφορῶ (-έω) (Α) δαφνηφόρος
1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπας ὁ στρατός»)
2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν»).