πεντάπλευρος

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέντε πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάπλευρο
σχήμα με πέντε πλευρές και πέντε γωνίες, το πεντάγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. εξάπλευρος].