εξάπλευρος

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑξάπλευρος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.