πεντώρυγος

English (LSJ)

πεντώρυγον, = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].

Greek Monotonic

πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πεντ-ώρυγος, ον, Attic form of πεντόργυιος, Xen.]