πεπνυμένως
Greek (Liddell-Scott)
πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].
Russian (Dvoretsky)
πεπνῡμένως: рассудительно, разумно Democr.
πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).
Α
επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].
πεπνῡμένως: рассудительно, разумно Democr.