περάτηθεν
English (LSJ)
Adv. = πέραθεν (from beyond, from the far side), A.R.4.54, Man.3.417, Orph.L.606.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περάτηθεν: Ἐπίρρ., = πέραθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 54, Μανέθων 3. 417, κτλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πέραθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περάτη + επίρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πρύμνηθεν)].