πρύμνηθεν
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
English (LSJ)
Dor. πρύμνᾱθεν, from the stern, Il.15.716, A.Th.209, E.IT1349; πομπεύσαις πρύμνᾱθεν, of a fair wind, Erinn.1.
German (Pape)
[Seite 801] adv. von πρύμνη, vom Schiffshintertheil her; Il. 15, 716; Aesch. Spt. 191; Eur. I. T. 1349; Luc. Lexiph. 15; von hinten her, Erinna bei Ath. VII, 283 d.
French (Bailly abrégé)
adv.
du côté de la poupe.
Étymologie: πρύμνη, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρύμνηθεν [πρύμνη] adv., vanaf de achtersteven.
Russian (Dvoretsky)
πρύμνηθεν: adv. с кормы Hom., Aesch., Eur., Luc.
English (Autenrieth)
at the stern; λαμβάνειν, ‘by the stern-post,’ Il. 15.716†.
Greek Monolingual
ΝΑ, και δωρ. τ. πρύμναθεν Α
επίρρ. από την πρύμνη, από το πίσω μέρος του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχό-θεν, ποντό-θεν)].
Greek Monotonic
πρύμνηθεν: Δωρ. -ᾱθεν, επίρρ. του πρύμνη, από την πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρύμνηθεν: Δωρικ. -ᾱθεν, ἐπίρρ. τοῦ πρύμνη, ἐκ τῆς πρύμνης, Ἰλ. Ο. 716, Αἰσχύλ. Θήβ. 920, Εὐρ. Ι. Τ. 1349· πομπεύσαις πρύμνᾱθεν, ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Ἤριννα (Ἀποσπ. 2) παρ’ Ἀθην. 283D.
Middle Liddell
[adverb of πρύμνη
from the stern, Il., Aesch., Eur.